κομίζω

κομίζω
κομίζω (κόμιζε; κομίζων, -οντες: impf. κόμιζεν): aor. ἐκόμιξαν, ἐκόμᾰσαν; κόμᾰσον; κομίξαις; κομίξαι, κομᾰσαι.)
a bring, carry back

τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες O. 13.59

ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56

κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ΦρίξοςP. 4.159 σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν sc. Achilles N. 3.48 ξανθῷ Μενέλᾳ δάμαρτα κομίσαι θοαῖς ἂν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαὶ πρὸς Ἴλου πόλιν (sc. Αἴαντα) N. 7.28

ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44

fig.,

τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν N. 2.19

b preserve

Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε P. 8.99

παροιχομένων γὰρ ἀνέρων, ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (Tricl.: ἐκόμιξαν codd.) N. 6.30ἱκόμαν οἴκαδ, ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦ τιμάν” (ἀρχὰν ἀγκομίζων coni. Chaeris) P. 4.106 add. pr. adj.

εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει O. 2.14

ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.51


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κομίζω — take care of pres subj act 1st sg κομίζω take care of pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • κομίζω — κόμισα, κομίστηκα, κομισμένος, φέρνω μαζί μου, μεταφέρω, κουβαλώ: Κόμισε στην πόλη μας όλη του την κινητή περιουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κομίζετον — κομίζω take care of pres imperat act 2nd dual κομίζω take care of pres ind act 3rd dual κομίζω take care of pres ind act 2nd dual κομίζω take care of imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκομισμένα — κομίζω take care of perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκομισμένᾱ , κομίζω take care of perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκομισμένᾱ , κομίζω take care of perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκόμισθε — κομίζω take care of perf imperat mp 2nd pl κομίζω take care of perf ind mp 2nd pl κομίζω take care of plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομίζεσθε — κομίζω take care of pres imperat mp 2nd pl κομίζω take care of pres ind mp 2nd pl κομίζω take care of imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομίζετε — κομίζω take care of pres imperat act 2nd pl κομίζω take care of pres ind act 2nd pl κομίζω take care of imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομίζῃ — κομίζω take care of pres subj mp 2nd sg κομίζω take care of pres ind mp 2nd sg κομίζω take care of pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομίσει — κομίζω take care of aor subj act 3rd sg (epic) κομίζω take care of fut ind mid 2nd sg κομίζω take care of fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομίσουσι — κομίζω take care of aor subj act 3rd pl (epic) κομίζω take care of fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κομίζω take care of fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”